- αδολεσχώ
- ἀδολεσχῶ (-έω) (AM)λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψίαμσν.αστειεύομαι, χωρατεύωαρχ.1. μιλώ, διαλέγομαι2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδολέσχης.ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδολεσχῶ — ἀ̱δολεσχῶ , ἀδολεσχέω talk idly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀ̱δολεσχῶ , ἀδολεσχέω talk idly pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολέσχῳ — ἀδόλεσχος masc/fem/neut dat sg ἀ̱δολέσχῳ , ἀδολέσχης prater masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδολέσχημα — ἀδολέσχημα, το (Μ) [ἀδολεσχῶ] φλυαρία, ανόητη κουβέντα, πολυλογία … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
καταδολεσχώ — καταδολεσχῶ, έω (Α) γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον με τη φλυαρία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
παραδολεσχώ — έω, Α παρεμβάλλω φλυαρίες σε σοβαρό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ»] … Dictionary of Greek
προαδολεσχώ — έω, Α συζητώ, φλυαρώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ, μιλώ»] … Dictionary of Greek